- ἀόλλησις
- ἀόλλησις, εως, ἡ, etym. of ἀλλᾶς, EM68.31.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀόλλησιν — ἀόλλησις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)